- παραναγκάζειν
- παραναγκάζωaccomplishpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραναγκάζω — Α [αναγκάζω] 1. κατορθώνω κάτι με βίαιο τρόπο 2. ιατρ. φέρω κάτι κοντά σε άλλο αναγκάζοντας το («εἰ ἐγχρίπτων τις ἐς ἄλληλα τὰ ὀστέα παραναγκάζειν πειρᾱται», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek